Wars and Revolutions 7 -Πειρατές


Ο πολέμαρχος Τζένγκις  παρακολουθούσε τους Ανώνυμους αιχμαλώτους  του όπως στεκόταν  αλυσοδεμένοι  μέσα στην  τούνδρα
Ο Γκόμολ  δουλέμπορος τον πλησίασε και του άφησε ένα πουγκί με  χρυσό. Ο πολέμαρχος  μονολόγησε ζυγίζοντας με το χέρι του το πουγκί
-Δικοί σου Δουλέμπορε
Ο  Δουλέμπορος  υποκλίθηκε με δουλοπρέπεια και μαζί με τους ένοπλους άντρες  του  έδεσε μεταξύ τους  , τους αιχμαλώτους και μετά τους πρώτους από κάθε σειρά πίσω από άμαξες. Μετά με μια κραυγή του οι άμαξες  ξεκίνησαν πίσω για την γη των Γκόμολ όπου οι σκλάβοι πλέον θα δούλευαν   για το Χανάτο

Μέσα απ τον βάλτο πεσμένοι μπρούμυτα ο Ντουλ με τον Ηράκλειο και άλλους 10 άντρες παρακολουθούσαν την σκηνή καθώς ακόμη μια μεγάλη πορεία  μέσα στην αχανή  στέπα  ξεκινούσε  για 100αδες ανώνυμους
-Ούτε οι μισοί δεν θα φτάσουν ζωντανοί στον προορισμό τους,  ψιθύρισε ο Ηράκλειος
Ο Ντουλ  απάντησε
-Το ξέρω
-Και θα το αφήσουμε έτσι;
-Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι
  φρουρά τους δεν είναι ισχυρή. Δεν περιμένουν επίθεση  από κανέναν. Αν με τα  άλογα  κινηθούμε  γρήγορα  σε  ημικύκλιο  θα τους προλάβουμε  αύριο  και θα τους χτυπήσουμε
-10  εναντίων  20;
-Θα  βοηθήσουν και οι αιχμάλωτοι λογικά
-Υπάρχει μια πιθανότητα.
-Μπορούμε να τους απελευθερώσουμε
Ο Ντουλ έστρεψε το βλέμμα του προς τον Τζένγκις.
Ο δουλέμπορος εκείνη την ώρα άνοιγε  τις πόρτες από μια απ τις τεράστιες  άμαξες που έφερε μαζί του και ξεπρόβαλαν απ το εσωτερικό της 20 νέα άρματα μάχης. Με  ένα νεύμα του οι οδηγοί  τους  άρχισαν να κάνουν επίδειξη μπροστά στον  πολέμαρχο.
Τρέχαν μέσα στην  τούνδρα ενώ απ  τα πλάγια  των αρμάτων μεταλλικά χωνιά  εκτόξευαν  φωτιές
Ο Ντουλ  μπροστά σε αυτό το θέαμα  σάστισε
-Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο, μονολόγησε
-Ούτε και εγώ, του απαντούσε ο Ηράκλειος

-Τι ελπίδες μπορούμε να χουμε απέναντι σε  αυτό;
Ο Ηράκλειος κούνησε τους ώμους  του


Μερικές στιγμές   αργότερα  καβαλάρηδες  διέσχιζαν   την τούνδρα  σε μια ημικυκλική  πορεία προς  βορρά  για να  αποφύγουν   τις περιπόλους  των Γκόμολ.
Το κρύο ήταν αφόρητο  ακόμη και για τους Ανώνυμους πόσο μάλλον για τον Ηράκλειο
-Θες να σταματήσουμε  για να  ζεσταθείς ; του φώναξε ο Ντουλ
-Αν σταματήσουμε θα τους χάσουμε. Πρέπει  ως το ξημέρωμα να τους προλάβουμε, απάντησε τουρτουρίζοντας ο Ηράκλειος


Με το πρώτο φως του ήλιου  διέκριναν το μακάβριο καραβάνι των σκλάβων στο βάθος του ορίζοντα.
Τράβηξαν τα σπαθιά τους  και εφόρμησαν   πάνω  του.
Οι  Γκόμολ   που τους αντελήφθησαν  στείλαν 10  ιππείς  να τους αντιμετωπίσουν.
Ο Ηράκλειος περνώντας  ανάμεσα από δυο άφησε   γκέμια του  αλόγου του και με τα δυο τους σπαθιά  τους ξέσκισε την σάρκα.
Ο Ντουλ  και οι  υπόλοιποι ενεπλάκησαν  σε μια πάλη με τα  σπαθιά με τους υπόλοιπους
Ο Ηράκλειος συνέχιζε    ευθεία μπροστά προς τους σκλάβους . Φτάνοντας μπροστά τους φώναξε
-Ήρθαμε με τον Ντουλ να σας   απελευθερώσουμε
Οι σκλάβοι αναθάρρησαν  και  αν και δεμένοι ορμήξαν στους  κοντινούς  φρουρούς  τους. Αρκετοί  τυλίξαν τις αλυσίδες  γύρω απ τους λαιμούς τους ενώ άλλοι  τους χτυπούσαν  στο πρόσωπο με αυτές.
Ο  Ηράκλειος  ενεπλάκη  σε μάχη με 5  ιππείς
Ξιφασκούσε λίγο και μετά  τους παρέσερνε μακριά απ το καραβάνι  με το  άλογο του  θέλοντας να  κερδίσει χρόνο

Ο Ντουλ με 7  πλέον συντρόφους του  είχαν εξουδετερώσει το πρώτο κύμα των Γκόμολ που τους  επιτέθηκαν , όχι  χωρίς  να  χουν  και οι ίδιοι απώλειες και τώρα ρίχνονταν πάνω στους διώκτες  του  Ηράκλειου.
Λίγο αργότερα με όλους   τους Γκόμολ νεκρούς τριγύρω τους  φορτώναν τους  απελευθερωμένους   Ανώνυμους μέσα στις άμαξες – κλουβιά και ξεκινούσαν  για τον δρόμο της επιστροφής
Ο Ντουλ πλησίασε τον Ηράκλειο και τον κοίταξε από πάνω  μέχρι κάτω
-Είσαι καλός πολεμιστής
-Ήμουν στρατιώτης στο Μπιζαντ , στο είπε
-Επειδή ξέρω πως λειτουργεί το Μπιζαντ   γνωρίζω πως τέτοιο πολεμιστή  δεν θα τον κυνηγούσαν ακόμη και αν  έκανε φόνο. Όλο και κάποιος στρατηγός  τους θα σε προστάτευε
-Τι θες να πεις;
-Ξέρεις πολύ καλά τι θέλω να πω  Ηράκλειε. Δεν είμαι χαζός και δεν ζούσα μια ζωή στην τούνδρα. Τον γνωρίζω τον κόσμο μας καλά και ακόμη καλύτερα γνωρίζω το Μπιζάντ
-Ντουλ…                                         
-Ποιος στρατηγός τους  σε έστειλε  στα μέρη μας; Ο Κενταύριος;
Ο Ηράκλειος  σάστισε . Δεν μίλησε
-Τι σχεδιάζει ;  να εισβάλλεις την  γη των ανώνυμων; Τον ρώτησε ο Ντουλ
Ο Ηράκλειος έβγαλε αργά  τα σπαθιά του απ τις  θήκες  τους και  ακούμπησε  στα χέρια του Ντουλ
-Αν γνωρίζεις πολύ καλά   το Μπιζάντ τότε  γνωρίζεις πως ο  πολεμιστής έχει τιμή. Καλύτερα να τον σκοτώσεις παρά να τον προσβάλλεις
-Να τον σκοτώσω ή να με σκοτώσει που τον προσέβαλλα
-Θα  μπορούσα να σε σκοτώσω Ντουλ αλλά  δεν θέλω να  κάνω  ζημιά στην γη των Ανώνυμων
-Τότε γιατί σε στείλανε εδώ;
-Το ξες πως ούτε  και να προδώσω την αποστολή μου μπορώ
-Αν δεν σε  είχα σώσει απ τα κρυοπαγήματα όταν σε βρήκα  όχι αποστολή αλλά ούτε ζωή  θα είχες τώρα. Εσύ και η τιμή σου θα χατε  ταφεί κάτω απ το χιόνη
Ο Ηράκλειος  ξεφύσησε
-Δύσκολα θα ενδιαφερθούν για τα εδάφη   σας οι Μπιζαντ. Δεν κινδυνέψατε ποτέ από αυτούς και  μάλλον δεν θα κινδυνέψετε ποτέ στο μέλλον, του είπε και συνέχισε, η αποστολή που μου ανέθεσε ο  στρατηγός μου , του οποίου το όνομα  η  στρατιωτική μου τιμή δεν επιτρέπει να αποκαλύψω έχει να κάνει με τους Σκύθανς.
Μάλλον σχεδιάζουν εισβολή στα μέρη σας, ώστε να δυναμώσουν αρκετά πριν στραφούν κατά της Αυτοκρατορίας.
Αποστολή μου είναι να ενώσω  τους Ανώνυμους και μετά να συμμαχήσετε με το Μπίζαντ κατά των Σκύθανς και του  βασιλιά ΤΑΗΓΚΡΈΝ
-Απ ότι βλέπεις όμως  οι εξελίξεις τρέχουν και αντί των Σκύθανς αντιμετωπίζουμε άλλου είδους απειλή  για την ώρα
-Δεν σας πρόδωσα , ούτε  σας έκανα  κακό. Σωστά;
-Σωστά. Άνθρωπος που εκπαιδεύτηκε απ τον Κενταύριο  δύσκολα θα  έκανε κάτι τέτοιο.
-Δεν θυμάμαι να  ανέφερα πουθενά πως  δουλεύω για τον στρατηγό Κεντάυρ…

-Σε πρόδωσε ο τρόπος που πολεμάς, του πε ο Ντουλ και του  επέστρεψε τα σπαθιά του
-Πως γνωρίζεις τον τρόπο που μας εκπαιδεύει ο Κενταύριος;
 Ο Ντου ανέβηκε στο άλογο του
-Γνωρίζω πολύ περισσότερα απ όσα ίσως μάθεις όλη του την ζωή  εσύ
-Και τώρα τι κάνουμε;
-Θα πρεπε κανονικά να σ αφήσω εδώ να πεθάνεις απ το ψύχος. Όμως χρειάζομαι ακόμη και στραβάδια απ το Μπιζαντ μπροστά σε αυτό που έρχεται να μας  χτυπήσει.
Ο  Ηράκλειος  χαμογέλασε
-Θα  θελε να βοηθήσω τον αό σου χωρίς ανταλλάγματα  και να…
-Σκάσε. Δεν ξες τι θέλεις . Απλά  ακολούθα και μην  μιλάς. Απλά  σκέψου.
-Τι να σκεφτώ;
-Που έμπλεξες





Η Κιαγρέ ήταν μια μεγάλη  χερσόνησος   στα  Δυτικά της Μεγάλης Πόλης που χώνονταν αρκετά  χιλιόμετρα μέσα στην  θάλασσα
Μορφολογικά αποτελούνταν  από  αρκετές  ψηλές οροσειρές  ενδιάμεσα  των οποίων  υπήρχαν εύφορες  πεδιάδες. Στα ανατολικά της  χερσονήσου  εκτείνονταν μια σειρά  από μικρά  νησιά  οι κάτοικοι των οποίων επιδίδονταν κυρίως στην αλιεία, το λαθρεμπόριο και την πειρατεία
Το πειρατικό του Δημήτρη    βρισκόταν  αρκετά μακριά  απ το νησί του στην Κιαγρέ.
Οι ναύτες  του  φώναζαν πως  ερχόταν κατά πάνω  τους   άγρια καταιγίδα. Ο  Δημήτρης  διέταξε να μην αλλάξουν πορεία και να  πάνε κατευθείαν  εντός της   φουρτούνας. Γνώριζε πως αν κάναν μανούβρα ή  να  επιχειρούσαν να στρίψουν ελαφρώς η  καταιγίδα θα  χτυπούσε το πλοίο σε τέτοιο σημείο που θα το βούλιαζε. Η μόνη τους ελπίδα  ήταν να περάσει η καταιγίδα όσο πιο  γρήγορα  γινόταν και ο καλύτερος  τρόπος  για να συμβεί αυτό ήταν να περάσουν με μεγάλη  ταχύτητα  εντός της…και όποιος  ζούσε
         
Για πέντε  ώρες  παλεύαν με τα κύματα και την  βροχή. Ο Δημήτρης δεν πίστευε αυτό που ζούσε. Ποτέ ξανά μια καταιγίδα δεν ήταν τόσο μεγάλη. Η μεγαλύτερη που χε πετύχει και έπραξε το ίδιο κόλπο είχε διαρκέσει 3 ώρες μέχρι να περάσει εντός της
                                -Τι συμβαίνει καπετάνιο. Τον ρώτησε  το πρωτοπαλίκαρο  του ο Λάμπρος
-Κάτι κάναμε και μας τιμωρούν οι θεοί
-Οι αρχαίοι ή  οι νέοι;
-Με  τόσα που χουμε  κάνει   μάλλον όλοι
-Δεν είναι φυσιολογικό να μην τελειώνει η καταιγίδα.
Τα  κύματα  σήκωναν το πλοίο πολλά μέτρα  απ την επιφάνεια  της  θάλασσας και το ρίχναν πάλι εντός της  με δύναμη
-Μια λύση  υπάρχει, φώναξε ο Δημήτρης, αλλά θα ναι το τέλος  αν το κάνουμε για να σωθούμε
-Ας σωθούμε από την καταιγίδα  και βλέπουμε
-Τα  κατάρτια  βοηθάν την καταιγίδα  να χαλάει την ισορροπία μας
Ο Λάμπρος κατάλαβε τι εννοούσε
-Θεέ μου, θες να κόψουμε τα κατάρτια;
-Είναι ο μόνος τρόπος να σωθούμε απ την καταιγίδα
-Και να πεθάνουμε  περιπλανώμενοι στην θάλασσα από την δίψα και την πείνα  μετά;
-Πρέπει να διαλέξουμε  θάνατο.. Θέλουμε να πεθάνουμε τώρα ή μετά;  Του φώναξε

Λίγα λεπτά  αργότερα οι άντρες  με  τσεκούρια  κόβανε  τα κατάρτια του πλοίου και τα πετούσαν στην θάλασσα
Το σκαρί τώρα σηκωνόταν στον αέρα  απ τα κύματα και έπεφτε πάλι στο νερό με λιγότερο κίνδυνο να  τουμπάρει.
Η καταιγίδα  κράτησε άλλες δυο ώρες πριν  δώσει την  θέση της σε μια ήρεμη θάλασσα.
Ξημέρωνε και όλο  το πλήρωμα του πειρατικού ήταν πεσμένο στα πατώματα εξαντλημένο
Πρώτος σηκώθηκε ο Δημήτρης ελπίζοντας να δει κάπου  μακριά  έστω στον ορίζοντα  στεριά. Κοίταξε παντού  όμως  το μόνο που έβλεπε ήταν νερό

-Την γαμήσαμε, μονολόγησε
 Είχε  ήδη μεσημεριάσει όταν ο Λάμπρος τον πλησίασε και τον ενημέρωσε
-Οι προμήθειες μας φτάνουν για  5 μέρες
-5 μέρες είναι πολύς καιρός
-Μόνο που δεν φυσάει αέρας, δεν υπάρχουν  ρεύματα και είμαστε ακινητοποιημένοις την μέση του πουθενά
-Δεν γίνετε να μην  φυσήξει  αέρας και να μην έρθουν  ρεύματα ποτέ, είπε ο Δημήτρης
-Κι όμως γίνετε. Σ αυτό το σημείο καπετάνιο δεν υπάρχει ποτέ αέρας, ακούστηκε μια φωνή  έξω απ το πλοίο
Ο Δημήτρης με τον Λάμπρο  τρέξανε και είδανε  έναν  ψαρά  μέσα σε μια βάρκα
-Ποιος είσαι; Του φώναξε ο  Δημήτρης
-Ο Αχμέντ καπετάνιο
-Είσαι  Αράβκι;
Ο Αχμέντ κούνησε το κεφάλι του
-Είναι κοντά οι ακτές της Αράβκι;
-Καπετάνιο είμαστε στο μέσον της  θάλασσας. Απ  εδώ  όλες οι ακτές απέχουν το ίδιο
-Και πως  βρέθηκες εδώ εσύ;
-Το ξέρω το σημείο. Πάντα εδώ έρχομαι για να αποφύγω τις καταιγίδες
Εσείς στις βόρειες ακτές  θέλετε να πάτε;
Βόρεια  είχαν πλιατσικολογήσει   και με τίποτα δεν  θέλαν να πάνε  στο στόμα των διωκτών τους
-Όχι. Μας αρέσουν οι νότιες εκτές και τα παζάρια στις πόλεις των Αράβκι, είπε χαμογελώντας
-Καλή τύχη τότε, είπε ο Αχμέντ και έκανε να φύγει
-Φίλε  για πού το βαλες; Γιατί δεν έρχεσαι πάνω να σε κεράσω λίγο  κρασί;
Ο Αχμέντ γέλασε πονηρά
-Ένας απλός   Αράβκι  ψαράς να ανέβει σε πειρατικό μόνος του; Ευχαριστώ καπετάνιο αλλά την θέλω την ζωή μου και την βάρκα μου
-Είμαι ο  Δημήτρης, θα με  έχεις ακουστά δεν μπορεί
-Ο καπετάν Δημήτρης;
-Αυτός
-Ο ίδιος που  ο χαλίφης Βερ  της ερημουθάλασσας  τον έκανε καρδιακό του φίλο
-Ναι
-Που τον έμπασε μέσα στο παλάτι του;
-Ναι με θυμάσαι;
-Και του πήδηξες την γυναίκα και την κόρη, του έκλεψες  το χρυσάφι και εξαφανίστηκες;
-              Αυτά φίλε μου είναι κουτσομπολιά
Δεν ήταν
-Ο άνθρωπος  αυτοκτόνησε απ την στεναχώρια  του
-Ειλικρινά λυπάμαι που το ακούω
-Ο Χαλίφης ήταν καλός  άνθρωπος και ευημερούσαμε επί των ημερών του. Ο  διάδοχος  του ο Χαλίφης  Αζάντ  μας έχει ρημάξει. Μου παίρνει όλη την ψαριά και  για αντάλλαγμα του  λέω ευχαριστώ που δεν με σφάζει
Εξαιτίας  σου ο λαός μας υποφέρει
-Λυπάμαι  φίλε μου  ίσως  δεν είναι δικαιολογία αλλά  πρέπει να πω πως  αυτό εγίνε πριν 20 χρόνια , ήμουν  μικρός και απερίσκεπτος
-Και άπληστος
-Ποιος δεν είναι στον κόσμο μας άπληστος;
-Εγώ
-Έχω μια ιδέα να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον
-Λίγο  δύσκολο να σε εμπιστευτώ
-Πόσα πουγκιά χρυσάφι  θες  για να πας εμένα και 4 ακόμα δικούς μου στην πόλη  της ερημοθάλασσας;
-Πολλά
-Σύμφωνοι
-Μόνο ου θα σας πάω  έναν έναν και θα μου δίνετε τον οπλισμό σας, τον οποίος θα σας δώσω μόλις  αποβιβάσω και τον  τελευταίος την ξηρά
Ο Λάμπρος  ψιθύρισε
-Τι βλάκας  ακόμη και άοπλος  θα μπορούσα να τον  πετάξω στην θάλασσα στον ηλίθιο και να του πάρω την κωλοβάρκα  του
-Μ αρέσει ο τύπος, είπε ο Δημήτρης,  και θα μας σώσει  οπότε μην τον πειράξετε.
Μετά κοίταξε τον Αχμέντ και φώναξε
-Σύμφωνοι  φίλε μου.
   Είχε αρχίσει να βραδιάζει στην πόλη της   Ερημοθάλασσας , ένα σημείο γης όπου το νερό της θάλασσας  εισχωρούσε μέσα από στενές   λωρίδες  βαθιά μέσα στην έρημο. Ο Αχμέντ  αποβίβαζε τελευταίο τον Δημήτρη ο οποίος  του πέταξε 10 πουγκιά με χρυσό
Ο Αράβκι τον κοίταξε
-Τόσα δεν συμφωνήσαμε; Τον ρώτησε ο Δημήτρης
-Μας έκανες τόσο κακό. Τι έγινε και άλλαξες;
-Αποφάσισα  σ αυτό τον κόσμο να βοηθάω όσους με βοηθάνε
-Με τον παλιό χαλίφη δεν το κανες
-Το κάνα με σένα . Για όλα τα πράματ υπάρχει η πρώτη φορά. Πάνε να θρέψεις την οικογένεια  σου τώρα
-ο Αζάντ σκότωσε την οικογένεια μου πέρσι
Ο Δημήτρης  στεναχωρέθηκε 
Ο Λάμπρος τον σκούντηξε
-Θα κλέψουμε κάνα πλοίο να ξεκολλήσουμε από δω  επιτέλους; Του  ρώτησε όλο αγωνία
-Μπορεί αν περιμένει το πλοίο. Πάμε να πιούμε. Ξες κανένα καλό μέρος Αχμέντ;
Λίγο αργότερα  καθόταν στο πάτωμα  ενός  καπηλειού  ενώ  γυμνές κοπέλες  χορεύαν πάνω στους εξωτικούς ρυθμούς των μουσικών που παίζαν ασταμάτητα
Ο Αχμέντ  σχεδόν έκλαιγε
-Δεν είχε καλή ψαριά εκείνη την μέρα. Ο Χαλίφης Ασάντ  θεώρησε πως  έκρυψα την  ψαριά. Επειδή είμαι καλός στην δουλειά μου δεν θέλησε να με σκοτώσει , όμως για παραδειγματισμό σκότωσε όλη μου την οικογένεια
-Τι σόι άνθρωπος το κάνει αυτό;
-Ο άνθρωπος που τα χει βρει και κάνει δουλειές με τον Ισαύριο και τον  Ρήδα. Με τις ευλογίες δυο αυτοκρατόρων έχει γίνει ο απόλυτος άρχοντας της περιοχής. Θα του πει κανείς κάτι αν  σφάξει δυο τρεις οικογένειες  για  την πλάκα  του;
Ο Λάμπρος τώρα πήρε τον λόγο
-Πίσω στα νησιά μας  έχουμε κάποιους γέροντες ναυτικούς που μας λεν συνέχεια  πως  οι στεριανοί δεν ξέρουν τα καλά της ελευθερίας. Συνεχιζουν τις διηγήσεις τους    και μας λεν στο τέλος πως  η εξουσία γεννήθηκε στην στεςριά αι η ελευθερία ζει στις θάλασσες
-Μόνο η θάλασσα με  ηρεμεί. Μόνος τα ανοιχτά νιώθω ελεύθερος, μονολόγησε ο Αχμέντ
-Και μεις Αχμέντ το ίδιο, απάντησε ο Λάμπρος
-Τι κάθεσαι εδώ; Τον ρώτησε ο Δημήτρης, γιατί δεν έρχεσαι  μαζί  μας;
-Και τι θα κάνω μαζί σας;
-Θαλασόλυκος είσαι , όλο και θα υπάρχει κάποια δουλειά για σένα στο πειρατικό. Θα χτυπάμε αυτούς  που  σε  χτύπησαν. Θα τους αρπάζουμε το χρυσάφι και θα το μοιράζουμε στα ίσια
-Με σένα αρχηγό;
-Πριν από μένα ήταν  ο Βλαδίμηρος
-Και τι απέγινε;  Τον σκότωσες;
-Γέρασε. Δεν μπορούσε να ηγηθεί. Κάναμε εκλογές στο καράβι και βγάλαν εμένα. Ο Βλαδίμηρος μας ακολούθησε για λίγα χρόνια ακόμη και τώρα  είναι στο νησί και παίρνει σύνταξη
-Σύνταξη; Τι είναι  η σύνταξη;
-Σύνταξη  είναι να δίνουμε  ένα κομμάτι απ τα λάφυρα  σε αυτούς  τους αδελφούς μας που  λόγο ηλικίας  δεν μπορούν πλέον αν είναι μαζί μας . Δεν θα  αφήσουμε κανέναν αδελφό αμς να πεθάνει. Σύνταξη  δίνουμε και σε όσους  χάσαν  χέρια , πόδια  μάτια  στις μάχες ή  πάθαν  ζημιά απ την αλμύρα
-Πρώτη φορά το ακούω αυτό
-Αν αποφασίσεις να γίνεις ένας από εμάς θα έχεις τα ίδια δικαιώματα με εμάς αλλά και τις ίδιες  υποχρεώσεις
-Και θέλετε κάποιον έξω απ την ράτσα σας  ;
-Έχεις δυο πόδια , δυο μάτια, δυο χέρια, ένα καυλί και αγαπάς  την  θάλασσα και την ελευθερία. Όσον αφορά εμάς δεν είσαι διαφορετικός  από  εμάς

5 στρατιώτες του χαλίφη Αζάντ σταθήκαν μπροστά  τους  με τα  σπαθιά στα χέρια  τους
Ο επικεφαλής τους  πήρε τον λόγο
-Ακολουθήστε μας
Ο Λάμπρος γέλασε και ήπιε μια γουλιά απ το κρασί του πριν ρωτήσει
-Γιατί τι κάναμε;
-Ξεστομίσατε την απαγορευμένη λέξη;
-Ποια είναι αυτή              ;  ρώτησε ο  Δημήτρης
-Η ελευθερία, απάντησε ο  επικεφαλής
Ο Αχμέντ σηκώθηκε όρθιος  λέγοντας
-Όποιος  την ξεστομίζει χάνει το κεφάλι του,  ήταν πολύ σαφείς οι οδηγίες του χαλίφη μας
Πάμε όλοι για εκτέλεση λοιπόν
-Όχι ακριβώς, ακούστηκε από πίσω μια φωνή  και γύρισαν όλοι και αντίκρισαν 3 μασκοφόρους με  γιαταγάνια στα χέρια. Πριν αντιδράσουν οι στρατιώτες οι μασκοφόροι με τα τουρμπάνια στα κεφάλια  τους ορμήξαν και με επιδέξιες  κινήσεις κατάφεραν αν τους  σφάξουν
-Ποιοι είστε εσείς  αδέρφια, ρώτησε απορημένος ο Αχμέντ
-Αυτοί που λευθερώσουν τον λαό μας στο όνομα του Ένα Θεού
-Έναν θεό;  Πρώτη φορά τον ακούω
-Στην Κάτω Χερσόνησο  μέρα με την μέρα όλο και περισσότερα αδέρφια μας μπάινουν στον στρατό του Ελευθεςρωτή. Να στε έτοιμοι όταν έρθει η ώρα
Οι μασκοφόρι εξαφανίστηκαν
Ο  Αχμέντ κοίταξε τους πειρατές
-Καταλάβατε τίποτα;
-Ναι . Πως  ήρθε η  ώρα να την κοπανήσουμε ,είπε ο  Δημήτρης


Ο Δημήτρης με τον Λάμπρο κινήθηκαν με εκπληκτική  ταχύτητα και συνάμα αθόρυβα εξουδετερώνοντας με τα  μαχαίρια τους  φρουρούς της αποβάθρας πριν μπουν  σε ένα μεγάλο πλοίο
 Από πίσω τους ακολούθησαν ο Αχμέντ και οι υπόλοιποι σύντροφοι τους. Λύσαν τους κάβους και αφήσαν το πλοίο  να   κυλήσει στα νερά. Σε μερικές ώρες  ξημέρωνε και  προσέγγιζαν το πειρατικό τους.
 Οιάντρες μετέφεραν ότι άξιζε να μεταφερθεί απ το κατεστραμμένο πλοίο στο κλεμμένο και αμέσως πήραν τον δρόμο της επιστροφής για το νησί τους
  Σύντομα ένας  ναύτης ανέβηκε απ  αμπάρια φωνάζοντας  και γελώντας
-Καπετάνιο , καπετάνιο
-Τι τρέχει  ρε συ; Τον ρώτησε ο Λάμπρος
-Αχ καπετάνιο μου δεν θα το πσιτέψεις . Σου χω ευχάριστω νέο
-Λέγε ρε και με  σκασες
-Κάτω στα αμπάρια είναι μια πανέμορφη  γυναικά. Γυμνή και δεμένη με  αλυσίδες. Να την γλεντήσω;
Αμέσως χωρίς να μιλήσουν  ο Δημήτρης ο Λάμπρος και ο Αχμέντ  κατέβηκαν  στα αμπάρια και  βρεθήκαν μπροστά στην δεμένη μελαχρινή  φοβισμένη  γυναίκα.
Από πίσω  τους  λαχανιασμένος έφτασε και ο  ναύτης
-Καπετάνιο , καπετάνιο  εγώ την βρήκα  δική μου είναι, σωστά;
-Σωστά αδερφέ , του πε ο Δημήτρης , πήγαινε πάνω και θα σε ειδοποιήσω
-Ναι αλλά εγώ πρέπει να την δοκιμάσω πρώτος  , σωστά καπετάνιο;
-Σωστά, αλλά πήγαινε πάνω
-Σύμφωνα με το δίκαιο  της θάλασσας αυτός που βρίσκει πρώτος τα λάφυρα  δικαιούτε το μεγαλύτερο  μέρος τους
-Ναι ρε   αλλά πήγαινε πάνω  και θα σε  ειδοποιήσω
Ο ναύτης έφυγε.
Ο Δημήτρης έκανε νόημα και ο  Αχμέντι έβγαλε το μαχαίρι του και τη νπλησίασε
Η κοπέλα  φοβήθηκε όμως ο Αράβκι απλά έκοψε  τα σχοινιά στους καρπούς των χεριών  της που την κρατούσαν  δεμένη. Αμέσως ο Λάμπρος  της κάλυψε το γυμνό σώμα με μια κάπα
Ο Δημήτρης  στάθηκε μπροστά της έτοιμος να της κάνει ερωτήσεις αλλά ο Αράβκι τον διέκοψε πριν καν ξεκινήσει
-Είναι απ τις φυλές της ερήμου. Ο Χαλίφης Αζάντ κάνει  συχνά επιδρομές με τον στρατό του  εκεί και   συλλαμβάνει αρκετούς , τους οποίους μετά πουλά  για σκλάβους  στα παζάρια της Δύσης.
Συμπάθα με καπετάνιο αλλά η κοπέλα είναι  ταλαιπωρημένη αυτός ο ναύτης…
-Μην σε απασχολεί ο ναύτης. Πάρτε την και πηγαίνετε  την  στην καμπίνα μου να ξεκουραστεί. Δώστε της να  φάει  και πείτε της πώς να  ηρεμήσει και πως δεν κινδυνεύει
-Και το δίκιο της θάλασσας; Ρώτησε ο Αχμέντ
-Κάποτε εφαρμόζαμε το δίκιο της θάλασσας Αράβκι φίλε μου, εδώ και αρκετό καιρό εφαρμόζουμε το δίκιο του  φτωχού
-Και ποιο είναι αυτό καπετάνιε μου;
Ο Δημήτρης τράβηξε και έβγαλε το σπαθί του
-Αυτό, είπε δείχνοντας  το.
Μετά κίνησε για το κατάστρωμα
Ανέβηκε και φώναξε τους άντρες να συγκεντρωθούν
-Εδώ και αρκετό καιρό  αποφασίσαμε κάποια πράματα . Σωστά; Αποφασίσαμε ή όχι να  είμαστε ίσοι σε όλα; Στο φαί , στο χρυσό , στο κρασί;
Οι άντρες φωνάξαν «ναι»
-Το ονομάσαμε Δημοκρατία της  Θάλασσας αυτό το πράμα , σωστά; Γιατί όμως το  επιλέξαμε; Επειδή ήταν δίκαιο ;
«Ναι»
-Και επειδή ήταν δίκαιο  μας συνέφερε μιας και όλοι στανησιά προερχόμαστε απ την Κόλαση. Την Κόλαση των αυτοκρατόρων , των καραβοκύρηδων που μασταν δούλοι τους   και  των   πάσης φύσεως εισβολέων .Σωστά;
«Ναι καπετάνιο , καλά τα λες»
-Ξέρουμε πως είναι να περνάς την ζωή σου σαν σκλάβος  και σαν καταπιεσμένος σωστά; Όταν αποφασίζαμε  να εφαρμόσυμε την Δημοκρατία της Θάλασσας  δεν συμφωνήσαμε και  σε έναν άλλον όρο;
Να  μην καταπιέζουμε άλλους ανθρώπους ; Ειδικά αδύναμους;
«Ναι  , είπαμε να μην γίνουμε ίδιοι και χειρότεροι απ αυτούς που μισούμε»
-Έλα εσύ μπροστά , φώναξε στον ναύτη
Ο κοντούλης κακόμοιρος ναύτης βγήκε μπροστά
-Πες σε όλους τι έγινε στα αμπάρια;
-Καπετάνιο μου. Βρήκα μια γυμνή  σκλάβα των Αράβκι δεμένη. Δεν είναι καν  ίδια ράτσα από εμάς και προφανώς την  έχουν βιάσει πολλές φορές οι Αράβκι. Μετά από 5 μ΄νηες στην θάλασσα  είδα ξανά γυναίκα και μάλιστα  γυμνή. Είναι δικαίωμα μου να την δοκιμάσω πρώτος σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας
-Όταν φτιάχναμε  την Δημοκρατία της Θάλασσας δεν είχαμε  βάλει σαν όρο πως αυτή υπερισχύει  του Δικαίου της Θάλασσας;
-Ναι αλλά ο όρος αυτός ίσχυες για όσους είναι απ τα νησιά. Αυτή είναι απ την έρημο
  Ο  Δημήτρης έσκυψε και τον ρώτησε
-Απ το σημείο που έλεγε «δεν καταπιέζουμε κανέναν  άνθρωπο» τι ακριβώς δεν κατάλαβες;
-Καπετάνιο μου είσαι αγράμματος και τα παρεξήγησες
Όλοι γελάσαν  γιατί και ο ναύτης ήταν αγράμματος
-Καπετάνιο, σε ποιο νόμο που  θεσπίστηκε έχεις ακούσει πως αυτός ισχύει και για   ανθρώπους εκτός της περιοχής που  ισχύει ο νόμος. Αυτή δεν είναι δική μας άρα η Δημοκρατία της Θάλασσας δεν ισχύει για αυτήν
 Αυτό έλλειπε να φέρουμε και να δώσουμε και  τα φώτα μας σε απολίτιστους και βάρβαρους
-Το θεωρείς  δηλαδή δίκαιο;
-Ναι καπετάνιο. Δεν θαλασσοδέρνω για το τζάμπα  5 μήνες. Βρήκα το ζώον που ζει σε χώρα  χωρίς νόμους και  το θέλω  δικό μου όπως  κάνεις και συ αν βρεις στον δρόμο ένα γαϊδούρι
-Το θες δηλαδή ια ζώον συντροφιάς;
Ο ναύτης γέλασε και απάντησε
-Ναι καπετάνιο. Καπετάνιο μου καλή  η  δημοκρατία αλλά είσαι νησιώτης και άντρας. Αν δεν στηρίξεις εμένα  τον δικό σου άνθρωπο ποιον θα στηρίξεις;
Εκείνη την ώρα  ανέβηκε ο Λάμπρος  στο κατάστρωμα και φώναξε
-Ο αδερφός καλά τα λέει Δημήτρη Δούλεψε σκληρά πέντε  μήνες τώρα και δικαιούται να περάσει καλά, μετά τον πλησίασε και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί.
Ο Δημήτρης κοίταξε τον ναύτη και του πε
-Έχεις δίκιο αδερφέ. Είναις την καμπίνα μου η  σκύλα. Πάνε  και χώστης το καυλί σου  βαθιά μέσα της

Ο κοντούλης ναύτης κατέβηκε περιχαρής
Προσπέρασε  στον διάδρομο τον Αχμέντ και μπήκε  στην καμπίνα
Αντίκρισε την κοπέλα να κάθεται ολόγυμνη στον  καναπέ και να του χαμογελάει πονηρά . Με το χέρι της του κάνε νόημα να πλησιάσει και ο ναύτης αμέσως ξεντύθηκε και  έτρεξε κατά πάνω της

Απ το κατάστρωμα ακούσαν κραυγές. Κάποιοι  κάναν  να τρέξουν προς το αμπάρι  αλλά ο Δημήτρης τους σταμάτησε
Μετά ξανακούστηκαν και άλλες κραυγές και μετά ξανά και άλλες
Μερικά  λεπτά αργότερα  στο κατάστρωμα ανέβαινε ο ναύτης με κομμένα αυτιά , βγαλμένο το ένα μάτι και κομμένα τα δυο  χέρια κλαίγοντας και ζητώντας   βοήθεια. Μετά βίας προχωρούσε ανάμεσα στο πλήρωμα ζητώντας βοήθεια
Και  σκούζοντας μονολογούσε
-Εγώ ήθελα  μόνο να γαμήσω…γιατί;  Ένα ζώο  ήταν …γιατί να μου το κάνει αυτό; Τα ζώα δεν έχουν δικαιώματα…γιατί;
Μετά εμφανίστηκε  η  σκλάβα  στο κατάστρωμα μέσα στα αίματα ημίγυμνη κρατώντας  ένα  μαχαίρι στα χέρια. Το ζύγισε καλά και το εκσφενδόνισε καρφώνοντας στον λαιμό  του  ναύτη ο οποίος έχασε την ισορροπία του και νε το νεκρό κουφάρι του έπεσε στην θάλασσα
Ο Λάμπρος  κοίταξε το πλήρωμα
-Αυτή  η  γυναίκα ευτυχώς είναι από μια φυλή όπου διδάσκει την τέχνη του πολέμου και στα δυο φύλα
Αν ήταν όμως η μάνα μας;η αδερφή μας;  Η κόρη μας;
Θα μας άρεσε να την γαμήσει κάποιος με την μόνη  δικαιολογία πως ανήκει στην ράτσα του ή πως είχε  5 μήνες στην θάλασσα και  οι καύλες  του  φτάσαν στο αποκορύφωμα;
«Όχι»
-Η θάλασσα  αήκει σε κανέναν;
«Όχι»
-Η Δημοκρατία της θάλασσας τότε για΄τι να ανήκει μόνο σε μας;
Άηντε  υψώστε  τα πανιά  να φτάσουμε σπίτι μια ώρα  αρχύτερα  γιατί δεν ξέρω για σας  αλλά εμένα μου λείψαν οι γυναίκες, οι φιλενάδες μας και ένα  σπιτικό φαϊ απ τις μανάδες μας
Άσε που και αυτές σίγουρα μας πεθύμησαν
Οι  άντρες ζητωκραύγασαν  και πιάσαν δουλειά όμως τους διέκοψε ένας άλλος ναύτης
-Και στην γυναίκα του   αδελφού μας που μόλις σκότωσε αυτή τι θα πούμε;
Ο Λάμπρος  τον κοίταξε πριν του πει
-Θα σου συνιστούσα να της πεις την αλήθεια ολόκληρη
-Δηλαδή;
-Πως θέλησε να  πηδήξει μια άλλη  γυναίκα  και κατέληξε  στο νερό χωρίς  χέρια, αυτιά και μάτι

Ο Αχμέντι πλησίασε τον Δημήτρη και του ψιθύρισε
-Θα  δημιουργήσεις αντιπάθειες στο πλήρωμα σκοτώνοντας   έναν αδελφό σας
-Αράβκι φίλε μου. Κάποτε έκανα πολλά που δημιούργησαν πολύ κακό και δεν με ένοιαζε. Τώρα αυτό το αλλάζω όποιο και αν είναι το κόστος
-Είσαι  πειρατής όχι γραφιάς ή ιδεολόγος
-Δεν είμαστε  τίποτα φίλε μου. Καιρός να γίνουμε  τα πάντα









Σχόλια