war and revolutions επεισόδιο 4


Στα  λιβάδια της Κιαγρέ επικρατούσε σιγή ανάμεσα στους δούλους. Σήμερα θάβαν ακόμη έναν  άνθρωπο  τους. Ο επιστάτης κάποιου αφεντικού   λογομάχησε  χτες  με έναν  ακόμη  σκλάβο. Ο σκλάβος  έκανε  φασαρία διότι ζήτησε λίγο νερό. Ο επιστάτης  έβγαλε το σπαθί του και του κοψε το κεφάλι. Μετά γύρισε και κοίταξε τους υπόλοιπους δούλους   ρωτώντας τους αν διψάει κανείς άλλος
   Η Κιαγρέ  είχε μεγαλουργήσει στο παρελθόν σε τομείς όπως  τα  γράμματα, οι τέχνες, ο πολιτισμός , το  θέατρο και συνέχιζε  και  τώρα  μεγαλουργεί. Όμως ήταν και η περιοχή με την μεγαλύτερη  συγκέντρωση   δούλων εντός της  αυτοκρατορίας του  Μπιζ Αντ
   Ο Οδυσσέας κοιτούσε   τους άντρες  του  καταυλισμού  του που τύλιγαν με  άχυρα πάνω στον λόφο  την σορό του  αδικοχαμένου άντρα και ύστερα  την έβαζαν φωτιά. Όλος ο καταυλισμός παρακολουθούσε και έκλαιγε  , υπό το άγρυπνο βλέμμα των επιστατών  του  αφεντικού.
  Ο Οδυσσέας έστρεψε το  βλέμμα του στην γυναίκα και τα δυο μικρά παιδιά του νεκρού. Ο πόνος  τους ήταν  ασήκωτος , όπως ήταν και ο δικός του όταν  στην  ηλικία τους  σκοτώσαν τον δικό  του πατέρα κάποιοι άλλοι επιστάτες
  Μετά το βλέμμα του πήγε  στον επιστάτη  που  μακέλεψε τον άτυχο δούλο. Παρακολουθούσε και  αυτός την τελετή   χαμογελώντας  αυτάρεσκα. Ο Μπεν , ο μαύρος   σκλάβος και παιδικός φίλος του Οδυσσέα τον πλησίασε και του  ψιθύρισε
-Μην κάνεις καμιά  βλακεία
-Τώρα  όχι…από σεβασμό στον νεκρό
-Οδυσσέα;
-Ήρθε ο καιρός Μπεν να κάνουμε και μεις καμιά  βλακεία Δεν γίνεται οι επιστάτες να μας σκοτώνουν και μεις να μην αντιδράμε
-Σκλάβοι γεννηθήκαμε Οδυσσέα, είναι  ένα απ τα καθήκοντα μας να μην αντιδράμε σε τίποτα
-Και δεν βαρέθηκες Μπεν;
-Βαρέθηκα
-Ε τότε γιατί με ζαλίζεις;
Ο Μπεν χαμογέλασε   και πήδηξε στον αέρα  για να προσγειωθεί δίπλα στο άλογο   ενός επιστάτη. Απλώνοντας αστραπιαία  το  χέρι του  έβγαλε  το σπαθί απ την θήκη του   επιστάτη και το  κάρφωσε  στα πλευρά  ρίχντας τον απ το άλογο
Οι άλλοι  επιστάτες  βλαστήμησαν και κίνησαν με  τα άλογα προς την μεριά του Μπεν ο οποίος τώρα ίππευε το άλογο
   Ο  Οδυσσέας έκανε νόημα  σε  7  σκλάβους και μόλις το άλογο του φονιά   πέρασε απ  τα πλάγια  τους  πέσανε με δύναμη πάνω του κάνοντας το ζωντανό να  χάσει  την ισορροπία του και να  πέσει στο έδαφος. Πριν  σηκωθεί  όρθιο  ο Οδυσσέας όρμηξε και άρπαξε απ  τον λαιμό τον επιστάτη.  Πίεσε με τα χέρια του τον φάρυγγα κόβοντας του το οξυγόνο. Ο  επιστάτης   λιποθύμησε.  Αμέσως  τα  χέρια του απελευθέρωσαν τον φάρυγγα και αρπάξαν το σπαθί  του. Ο Οδυσσέας τον κοίταξε  λίγο πριν του  μπήξει  το σπαθί στην καρδιά του. Μετά  ανέβηκε στο άλογο και κατευθύνθηκε  προς τον Μπεν που  έδινε μάχη με  άλλους δυο επιστάτες. Ο Οδυσσέας  χτύπησε με το σπαθί πισώπλατα τον έναν   δίνοντας στον Μπεν την ευκαιρία να επικεντρωθεί και  να σκοτώσει τον άλλον
   Οι δυο φίλοι αφού βγάλαν απ την μέση τους  επιστάτες    σταθήκαν  έφιπποι  μπροστά στους  σκλάβους
Ο Ηγέτης, ο γηραιότερος σκλάβος   του καταυλισμού κοίταξε  τον Οδυσσέα και μετά τον Μπεν
-Ήρθε η ώρα, φώναξε ο Οδυσσέας, πάμε να κάψουμε το σπίτι του αφέντη και να ελευθερωθούμε
Ο Ηγέτης έφτιαξε  με το χέρι το μακρύ άσπρο μαλλί του πριν του απαντήσει
-Πεζοί ; και πόσο μακριά  νομίζεις θα φτάσουμε;
-Όσο  φτάσουμε Σήμερα κάναμε επανάσταση, φώναξε ο Οδυσσέας
-Σήμερα  κάναμε μια τρύπα στο νερό και το ξέρεις. Εσείς θα  καταδικαστείτε  σε θάνατο και μεις θα την γλιτώσουμε μερικές  βουρδουλιές
Ο Οδυσσέας έκανε μια περιστροφή  γύρω απ τον άξονα του με το άλογο ουρλιάζοντας
-Δεν γίνεται  τώρα που χουμε την ευκαιρία να απελευθερωθούμε να  λες τέτοια  λόγια  Ηγέτη. Πότε άλλοτε θα έρθει η κατάλληλη  στιγμή;
-Όταν έρθει θα το καταλάβεις , αν ζήσεις  ως τότε Οδυσσέα
Ο  Οδυσσέας  γύρισε και κοίταξε τον Μπεν
-Πάμε να φύγουμε Οδυσσέα , καθυστερούμε, του  φώναξε ο μαύρος σύντροφος του
Ο    Οδυσσέας κοίταξε τους υπόλοιπους  σκλάβους
-Όποιος θέλει μπορεί να έρθει μαζί μας. Τώρα
Κανείς απ τους δούλους  δεν κουνήθηκε απ την θέση  του. Μόνο  η  γυναίκα  του νεκρού πλησίασε κλαίγοντας και τους  είπε με φωνή τρεμάμενη
-Ο κόσμος φοβάται Οδυσσέα. Δεν ήρθε ακόμη η μέρα που θα σπάσει ο κόσμος   τον φόβο. Εγώ  θέλω να σας πω μόνο ένα μεγάλο ευχαριστώ
Ο   Οδυσσέας με τον Μπεν κούνησαν  το κεφάλι και μετά κάναν μεταβολή και χάθηκαν  μέσα στο  κάμπο με κατεύθυνση τα βουνά


   Ο   Σπυρίδων  ήταν  το αφεντικό του κάμπου. Ο Δράκος ήταν ο  αδερφός του. Τους είχε παραχωρήσει την εκμετάλλευση του κάμπου   ο  αυτοκράτορας ως ανταμοιβή  για τα χρόνια που περάσαν  φιλώντας τα  βόρεια  σύνορα της αυτοκρατορίας
  Στον δικό τους κάμπο  αποφάσισαν ο Οδυσσέας και ο Μπεν να σκοτώσου τους δικούς τους επιστάτες. 
  Ο Σπυρίδων  μετά την αποστράτευση του είχε υιοθετήσει ένα  στυλ λόγιου, ευγενούς , διπλωμάτη και επιχειρηματία. Ο Δράκος πάλι θα λεγε κανείς δεν αποστρατεύτηκε ποτέ. Ακόμη γυρνούσε με τα  άρματα πάνω του όλη  μέρα.
   Τώρα οι δυο τους στεκόταν μπροστά  στους νεκρούς επιστάτες τους. Ο Ηγέτης   πήρε τον λόγο και τους  διηγήθηκε τα συμβάντα έτσι  ακριβώς όπως  έγιναν παραλείποντας να τους αναφέρει  την παρότρυνση  των δυο παιδιών για επανάσταση
   Ο Σπυρίδων κούνησε το κεφάλι  αμίλητος.
   Ο  Δράκος μονολόγησε
-Χωρίς την βοήθεια σας δεν θα μπορούσαν ποτέ να κάνουν καλά τους επιστάτες
Ο  Σπυρίδων μονολόγησε
-Δεν είναι όλοι το ίδιο καλοί στην μάχη Δράκο, μετά κοίταξε τον Ηγέτη και του είπε, αυτό είναι καλό να το θυμάστε όλοι
  Τα δυο αδέλφια ανέβηκαν στα άλογα τους και κίνησαν να φύγουν
Ο Ηγέτης τους  φώναξε
-Αφέντες;
Ο Σπυρίδνω κοντοστάθηκε και τον κοίταξε
-ΌΧΙ  Ηγέτη δεν θα  βάλω να σας μαστιγώσουν. Αυτους τους δυο όμως όταν τους βρούμε  θα αναγκαστούμε να τους κάνουμε να υποφέρουν πριν αφήσουντ ην τελευταία τους πνοή
Δεν βρίσκεις πως αυτή θα ναι  η  πιο  δίκαιη  τιμωρία  για τον θάνατο  αυτών των αθώων  αντρών;
-Και ο άντρας μου αθώος ήταν, πετάχτηκε φωνάζοντας μέσα απ το πλήθος η χήρα του νεκρού σκλάβου
-Είπα εγώ το αντίθετο κυρία μου, αποκρίθηκε ο Σπυρίδων
-Δεν  σε  είδα αφέντη να τιμωρείς τους επιστάτες σου που τον σκότωσαν επειδή  ζήτησε λίγο νερό
-Αν τους τιμωρούσα  ο άντρας σου σήμερα θα ζούσε και θα τον μαστιγώναν μέχρι να πεθάνει γιατί εδώ και αιώνες έτσι δουλεύει ο κόσμος μας και  αυτό δεν αλλάζει , είπε και απομακρύνθηκε

Στο αρχοντικό του ο Δράκος πήγαινε πάνω κάτω  ενώ ο Σπυρίδων είχε κάτσει ήρεμος και σκεφτικός στο τραπέζι
-Πότε φτάνουν οι άντρες σου; Ρώτησε τον Δράκο
-Από στιγμή σε στιγμή. Είναι έμπειροί, θα προλάβουμε τους επαναστάτες  πριν το σκοτάδι
-Για να  σκεφτήκαν να  χτυπήσουν επιστάτες μας  αυτοί οι δυο σημαίνει πως  κάποιες  ανατρεπτικές ιδέες  κυκλοφορούν ανάμεσα στους  σκλάβους του καταυλισμού
-Μπορώ να κάψω τον καταυλισμό και μαζί μ αυτόν και τις ιδέες
-Ο καταυλισμός είναι δικός μας. Τον πληρώσαμε  για να τον φτιάξουμε. Αρκεί να κάψεις μόνο τους κατοίκους αυτού. Ήδη  παρήγγειλα να μου στείλουν νέα φουρνιά σκλάβων.


Στον καταυλισμό ο Ηγέτης πλησίασε την χήρα και της ψιθύρισε
-Μίλησα και με τους άλλους αλλά δεν μ ακούνε. Πάρε  τα παιδιά και τραβήξτε για το βουνό. Προσπαθήστε να  βρείτε τον Οδυσσέα και τον Μπέν
-Τι συμβαίνει  Ηγέτη;
-Είμαι μια ζωή σκλάβος  για να μπορέσει να με ξεγελάσει ο Σπυρίδων. Για να μην μας  τιμώρησε  μάλλον  σχεδιάζει το τέλος μας. Φοβάμαι πως πριν  την Δύση του ηλίου θα χουν φτάσει οι   λακέδες τους να μας σφάξουν
-Είσαι  σίγουρος;
-Μια ζωή  σκλάβος   βλέπω πως  για πολύ λιγότερα  παραπτώματα   η ποινή ήταν βουρδουλιές  και τώρα  ; θα αφήσουν να περάσει  ο  φόνος τρων επιστατών έτσι; Σε παρακαλώ μην καθυστερείς . Πάρε  τα παιδιά  και φύγε στα βουνά
-Εσύ; Θα μείνεις πίσω;
-Δεν γίνετε να αφήσω  μόνους αυτούς τους ανθρώπους
-Μα θα σε σκοτώσουν
-Ας είναι. Αν έτσι ήταν γραφτό
Η Κλαούντια του έπιασε το χέρι
Ο γέρος το σφιξε
-Ζήστε, της είπε, και κρατήστε την ελπίδα της επανάστασης  ζωντανή. Και προπάντων  ως μεγαλύτερη  προσπάθησε να λογικεύεις  τον Οδυσσέα και τον Μπεν
Η Κλαούντια πήρε   τα δυο παιδιά της απ τα χέρια  και κλαίγοντας ξεκίνησε να τρέχει προς το βουνό μέσα  απ τα  στάχια που είχαν  ψηλώσει και την κάλυπταν
Τα ποδοβολητά απ τα άλογα  των  ενόπλων που  κάλεσε ο Δράκος τώρα γινόταν πιο έντονα.
Η Κλαούντια  γύρισε και κοίταξε τον καταυλισμό καθώς ο ήλιος έδυε.
Ο Δράκος και οι άντρες του   επιδίδοντας στην απόλυτη  σφαγή μην αφήνοντας κανέναν  να ζήσει
Το σκοτάδι έπεσε πάνω απ τον κάμπο .
Προς το μέσον της νύχτας  η Κλαούντια με τα δυο παιδιά είχαν φτάσει στην κορυφή του βουνού. Το φεγγάρι στον  ουρανό φώτιζε  τον κάμπο απ την άλλη μεριά του βουνού. Κοίταξε  στον ορίζοντα και είδε  δυο έφιππους να χουν ήδη κατέβει και κινούνται μακριά. Ήταν ο Οδυσσέας με  τον  Μπεν.
Δεν τους πρόλαβε και τώρα ήταν μόνη με τα δυο παιδιά και κουρασμένη. Με το πρώτο φως της μέρας ο Δράκος και η συμμορία του θα ανέβαιναν στο βουνό και την  βρίσκαν.  Οι σκέψεις  αυτές της φέραν πανικό

Σχόλια