Wars and Revolutins -επεισόδιο 5



  
Ο καταυλισμός είχε  γεμίσει πτώματα.  Ο Δράκος και οι  φονιάδες  του απομακρύνονταν με τα άλογα τους προς τα βουνά
  Μερικά πτώματα κουνήθηκαν. Μετά σύρθηκε τραυματισμένος ο Ηγέτης. Πάνω στον πανικό  της σφαγής ένας φονιάς τον χτύπησε με το σπαθί του  στον ώμο. Ο Ηγέτης λαβωμένος έχασε την ισορροπία του και  παράπεσε. Αμέσως από πάνω του πέσαν τα νεκρά  σώματα δυο αντρών. Αργότερα οι φονιάδες, θεωρώντας πως  δεν γλίτωσε  κανείς  απομακρύνθηκαν προς τα βουνά να καταδιώξουν τον Μπεν και τον Οδυσσέα
   Τώρα ο Ηγέτης σύρθηκε ως το πηγάδι με δυσκολία. Με έναν κουβά ανέβασε λίγο  νερό και προσπάθησε να καθαρίσει την πληγή  του. Μετά  ανακάθισε στο χείλος του πηγαδιού και πήρε μια ανάσα.
  Τι μπορούσε να κάνει; Στα εδάφη του Σπυρίδων κινδύνευε. Μόνη του λύση ήταν να  κερδίσει χρόνο για την ζωή του κινούμενος προς  άλλα εδάφη άλλων  γαιοκτημόνων  όπου θα τον παιρναν ως σκλάβο χωρίς να ρωτάνε πολλά- πολλά  και αν ήταν τυχερός  ίσως  ως τον θάνατο  του να μην τύχαινε να επισκεφτεί  ο Σπυρίδων ή ο Δράκος  τα εδάφη εκείνα και να τον αναγνωρίσουν.
   Το ξανασκέφτηκε. Δεν τον ενθουσίασε η ιδέα του να  γίνει ξανά σκλάβος  σε άλλα εδάφη, παρόλο που θεωρούσε πως δεν είχαν ωριμάσει αρκετά οι συνθήκες  ώστε οι σκλάβοι να αναζητήσουν την  ελευθερία τους.
   Μια λύση του απέμενε. Να κινήσει  αντίθετα από κει που πήγαν ο Μπεν με τον Οδυσσέα και την Κλαούντια και να  ανέβει στα Αντικριστά  όρη. Εκεί έμενε  η  Αγγελική.

  Την Αγγελική πριν χρόνια όταν ήταν ακόμη κοριτσάκι την  ετοίμαζαν για νύφη του Δράκου. Ο Ηγέτης, σκλάβος από τότε  ήταν ερωτευμένος μαζί της. Το ίδιο και η Αγγελική. Συναντιόνταν κρυφά    τα βράδια και κάναν έρωτα. Ο καιρός περνούσε όμως και έφτασε ο καιρός που θα την πήγαιναν  στον Δράκο  ως  νύφη
  Η Αγγελική  την μέρα του γάμου εξαφανίστηκε. Όλοι λεγαν πως ανέβηκε στα  Αντικριστά Βουνά  και έγινε μάγισσα. Πάνω  ψηλά στις κορφές  τους  ζούσε και κανείς δεν τόλμησε ποτέ να πλησιάσει
   Ο  Ηγέτης δεν είχε  άλλη  επιλογή απ το να ανέβει τώρα ψηλά στα βουνά διαβαίνοντας  την μεγάλη απόσταση  αλλά και τον χρόνο που  τον χώρισε με την Αγγελική

Οι  δυο ιππείς πλησιάσαν  την  φυτεία  και πέσαν με δύναμη τα  σπαθιά τους πάνω  στον αμέριμνο  επιστάτη. Το  σίδερο  τους ξέσκισε αλύπητα την σάρκα του. Τον αφήσαν κάτω στο χώμα μισοπεθαμένο να υποφέρει και να παρακαλάει να τον αποτελειώσουν
Ο Οδυσσέας κοίταξε τους φοβισμένους   σκλάβους
-Ήρθαμε για σας. Να σας απελευθερώσουμε, τους φώναξε
Οι σκλάβοι δεν μιλούσαν
-Μην φοβάστε. Ο κέρβερος  ψόφησε…ή μάλλον ψοφάει. Είστε ελεύθεροι
  Ο μεγαλύτερος άντρας  μεταξύ των σκλάβων βγήκε μπροστά και στάθηκε μπροστά  στο άλογο του Οδυσσέα
-Όταν έρθει  η ώρα της απελευθέρωσης ο λαός δεν θα ακολουθήσει δυο  τυχαίους αδίστακτους  φονιάδες αλλά έναν ευγενικό  εμπνευσμένο  ηγέτη.
  Ο Οδυσσέας έφερε το χέρι στην θήκη του σπαθιού του να το τραβήξει αλλά ο Μπέν δίπλα του, του έπιασε τον καρπό
 -Εντάξει σκλάβα μας είπες τις  μαλακίες σου, τράβα στην δουλειά σου τώρα, του πε ο Οδυσσέας και συνέχισε, δεν ήξερα πως έπρεπε να γίνω πρώτα ιππότης  για να σπάσω τις αλυσίδες μου. Η επανάσταση ή θα ναι βουτηγμένη  μέσα στο αίμα ή  δεν θα ναι τίποτα.
Είμαστε οι Απελευθερωτές. Απ την άλλη μεριά του κάμπου  σπάσαμε  τα  δεσμά μας μόλις  χτες. Οι άνθρωποι του Δράκου μας πήραν στο κατόπι αλλά δεν φοβόμαστε κανέναν.
  Σκοπός μας είναι να  δημιουργήσουμε  το  πρώτο αντάρτικο απόσπασμα  του στρατού των σκλάβων
  Δεν θα αναγκάσω κανένας σας να με ακολουθήσει. Δεν επιτεθώ σε κανέναν  ηλίθιο, είπε και κοίταξε τον άντρα που πριν λίγο  μίλησε, όσες προσβολές και αν εκστομίσει εναντίων μου και όσες μπούρδες  και αν πιστεύει για την διεξαγωγή της επανάστασης
  Δυο άτομα χτες  ξεκινήσαμε τον πόλεμο που γενιές και γενιές περιμένουν. Αυτός ο πόλεμος θα ναι πανηγύρι.
  Μπορείς το τέλος να μην γλιτώσει κανείς  μας αλλά  μέχρι τότε θα περάσουμε  καλά… πολύ καλύτερα  απ΄το  να φοράμε  αλυσίδες και να μας χτυπά το λιοπύρι.
  Σας θέλω μαζί μου. Όλους. Λοιπόν;
   Απ τα χωράφια πετάξαν τις  τσάπες τους και τον πλησίασαν 3 συνομήλικοι του. Ήταν εμφανές πως μόνο αυτοί θέλαν να τον ακολουθήσουν
  -Έχουμε κάνα σπαθί; Ψιθύρισε στον Μπεν
-Μόνο αυτού εκεί  κάτω απ το δέντρο, είπε και έδειξε τον επιστάτη που αργοπέθαινε κλαίγοντας μετανιωμένος  για την ζωή του που την πέρασε βασανίζοντας  δούλους
  Ο Οδυσσέας κοίταξε  τους πέντε πιτσιρικάδες
-Αδέρφια  πάρτε και τις τσάπες  σας καλύτερα μαζί σας. Εξάλλου ξέρετε να τις δουλεύεται καλά. Αντί να  χτυπάτε τώρα το σκληρό χώμα θα  βαράτε με αυτές το σκληρό πρόσωπο της εξουσίας, είπε και γέλασε. Τα παιδιά τον μιμήθηκαν
  Χαιρετήθηκαν με τους γονείς τους μέσα στα κλάματα και μετά ανέβηκαν ανά δυάδες στα  τρία  άλογα και  χάθηκαν μέσα στον ορίζοντα του κάμπου


Η Κλαούντια κρύφτηκε με τα δυο παιδιά ανάμεσα στα  βράχια. Σχεδόν από δίπλα τους πέρασαν ο Δράκος με τους φονιάδες  του πριν κατέβουν απ την άλλη μεριά του βουνού  στον   άλλον κάμπο
  Αποφάσισε να κινηθεί με τα  παιδιά  στην ίδια  κατεύθυνση   πεζή και αυτή


Λίγες στιγμές αργότερα ο Δράκος συναντιόνταν  στον κάμπο μπροστά στους σκλάβους με τον ιδιοκτήτη  τους που έκλαιγε  σαν παιδάκι
-Θα μου φάνε το βιός μου. Θα ξεκινήσουν επανάσταση
Ο  Δράκος τον κοίταξε  με μια δόση σιχασιάς.
Μια ζωή πολεμούσε για λογαριασμό τέτοιων ανθρώπων. Αυτοί χαιρόταν τα πάντα  αφού άνθρωποι, πολεμιστές σαν τον Δράκο τους τα διασφάλιζαν
  Τώρα το κλάμα του τον κούραζε. Στο βάθος αντίκρισε μια όμορφη γυναίκα μέσα σε μια άμαξα
-Σε παρακαλώ  άρχονται  σταμάτησε για λίγο το κλάμα σου και πες μου ποια είναι αυτή η όμορφη μέσα στην άμαξα;
-Η γυναίκα μου. Γιατί ρωτάς Δράκο;
-Τίποτα συνέχισε να κλαις. Επιστρέφω
  Όταν ξαναβγήκε ο  Δράκος απ την άμαξα ξεπρόβαλε το  κεφάλι της γυναίκας του άρχοντα απ το παράθυρο και φάνηκαν  ελαφρώς οι γυμνοί της ώμοι. Τον φίλησε  στο στόμα  λέγοντας  του αδιαφορώντας αν  θα την  ακούσουν
-Ήσουν υπέροχος . Καιρό είχα να νιώσω έτσι
Ο μαλθακός άρχοντας είχε πέσεις τα  γόνατα τώρα κλαίγοντας από ντροπή
Ο πολέμαρχος  γαιοκτήμονας απ την άλλη μεριά του βουνού  μαγάρισε την γυναίκα του μπροστά  στους  σκλάβους του, μέσα στο ίδιο του το σπίτι.
Τι πρόσωπο είχε πλέον στην κοινωνία. Το νέο θα μαθαινόταν σύντομα και όλοι θα αμφισβητούσαν την εξουσία  του πλέον
Ο Δράκος στάθηκε πάνω απ το κεφάλι του  γονατιστού ντροπιασμένου άντρα
-Σε δυο μέρες θα  ρθει ο αδερφός μου ο Σπυρίδων. Φρόντισε να του  μεταβιβάσεις την γη  σου
Μετά πάρε την άθλια  ύπαρξη  σου και  φύγε μακριά
-Που να  πάω ; Εδώ γεννήθηκα
Ο Δράκος έβγαλε το σπαθί του και τον αποκεφάλισε με μια κίνηση. Μετά κοίταξε τους συντρόφους του ληστές και  μονολόγησε
-Με ζάλισε. Θα πούμε πως  τον σκότωσαν οι εξεγερμένοι τον μαλάκα και την γυναίκα του…αφού πρώτα την βίασαν, είπε κι ανέβηκε στο άλογο του και μαζί με τους  υπόλοιπους χάθηκαν στο  βάθος της πεδιάδας


Στο επόμενο  χωριό τα πέντε  παιδιά εισβάλλουν  στον στάβλο ενός πανδοχείου και με  απειλές  αποσπούσαν άλλα δυο άλογα. Μετά ο Μπεν κοίταξε τριγύρω του το μέρος.
-Δεν έχει τίποτα εδώ πέρα, είπε
Ο Οδυσσέας του απάντησε.
-Έχει ένα κεφαλοχώρι  παρακάτω. Εκεί θα  βρούμε λεφτά και φαϊ

Τα πέντε  παιδιά έφιπποι πλέον   περνούσαν μέσα απ τα στενά δρομάκια του χωριού
Μπροστά τους εμφανίστηκαν αλλά  δυο παιδιά μικρότερα, σχεδόν ανήλικα τα οποία  σέρναν απ τα γκέμια  δυο άλογα ακόμη. Τους  κλείσαν τον δρόμο και απλά κοιτούσαν  την  συμμορία
-Τι συμβαίνει ρε  μπόμπιρες;  Ρώτησε ο Μπεν
Τα  παιδιά δεν μίλησαν
-Επειδή δεν έχουμε όλη την μέρα στην διάθεση μας, είπε ειρωνικά ο Οδυσσέας, δεν κάνετε λίγο στην άκρη να περάσουμε;
-Κλέψαμε  τα  άλογα του αφέντη μας, είπε δειλά ο ένας πιτσιρικάς
-Και γιατί το κάνατε αυτό;  Ρώτησε ο Οδυσσέας
-Γιατί μάθαμε πως και σεις κάνατε το ίδιο, είπε  το δεύτερο πιτσιρίκι
-Δεν  φτάνει μόνο να τα κλέβεις αλλά πρέπει να ξες και να  καβαλάς, πετάχτηκε ένα παιδί  απ την συμμορία του Οδυσσέα
-Σωστά, επανέλαβε ο Οδυσσέας, πρέπει να  ξέρετε και να τα καβαλάτε
Οι  δυο πιτσιρικάδες κοιτάχτηκαν προτού με ένα σάλτο ο καθένας καβαλήσουν τα άλογα  τους και τα σηκώσουν στα δυο  πόδια κάνοντας φιγούρα
Ο Μπεν κοίταξε τον Οδυσσέα πριν στρέψει το βλέμμα του ξανά στα πιτσιρίκια
-Οι γονείς σας το ξέρουν πως κλέβετε άλογα;
-Οι γονείς μας  δεν ζούν. Αυθαδίασαν και τους έσφαξαν οι επιστάτες του αφέντη
-Και που είναι τώρα οι επιστάτες του αφέντη;
-Στα κτήματα έξω απ το χωριό
…μισή ώρα  αργότερα  η  συμμορία αφού αφόπλισε τους επιστάτες  τους έδεσε πίσω απ τα άλογα τους και τους έσερνε μέσα στα κτήματα μέχρι να πεθάνουν.
Οι υπόλοιποι σκλάβοι σταμάτησαν τις εργασίες τους και κοιτούσαν
Μετά τους πλησίασε ο Οδυσσέας με το άλογο τους και τους  μίλησε
-Σήμερα ήμαστε  λίγοι , αλλά αποφασισμένοι. Στο προηγούμενο χωριό κάλεσα τους σκλάβους να ενωθούν μαζί μας αλλά φοβήθηκαν . Δεν θα κάνω το ίδιο και με  σας. Βαριέμαι να ακούω πάλι πως οι συνθήκες δεν ωρίμασαν
Θέλω μόνο να ξέρετε πως η επανάσταση ξεκίνησε.
Αυτό που φοβάστε σήμερα  αύριο αν ζήσουμε θα το γιγαντώσουμε. Δεν γυρνάμε πίσω στα χωράφια. Και αν ποτέ γυρίσουμε θα ναι για να σκοτώσουμε τους αφεντάδες και να σας ελευθερώσουμε
-Και να στείλει μετά ο αυτοκράτορας όλο του τον στρατό και να μας σφάξει, πετάχτηκε μια μεσήλικας σκλάβα
-Αυτό δεν το σκέφτηκα αλλά να σου πω κάτι; Έχω πολλά στο μυαλό μου αυτή  την στιγμή, δεν γίνετε να με σκοτίζεται με  πεσιμιστικά ερωτήματα. Όταν έρθει εκείνη  η  ώρα θα  δούμε ποιος θα σφάξει ποιον
  Κάποιος απ  το  βάθος του κάμπου  έτρεχε προς το μέρος  του και φώναζε
-Ο Δράκος, πλησιάζει ο Δράκος με ένα  απόσπασμα με  φονιάδες
Τα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ο Μπεν  ψιθύρισε
-Να φύγουμε. Για μας έρχονται.
Ο Οδυσσέας κοίταξε τους σκλάβους
-Κρατηθείτε  στην ζωή  γιατί σας χρειάζομαι  για την μέρα εκείνη του ξεσηκωμού
Μετά  άρχισαν  να τρέχουν στον κάμπο
Οι φονιάδες με τον Δράκο τους είδαν και τρέχαν προς το μέρος  τους μέσα απ τα σπαρτά
Οι αγρότες μπήκαν στην μέση παριστάνοντας πως  τσαπίζαν αλλά στην ουσία μπλόκαραν τον δρόμο στους άντρες του Δράκο. Αυτός τους φώναζε να κάνουν πέρα αλλά δεν υπάκουαν. Τότε  τράβηξε το σπαθί του  όμως  καβαλάρηδες  από πίσω  τους  πλησίασαν και περικύκλωσαν τους φονιάδες.
Ο Δράκος γύρισε και  αντίκρισε τον φεουδάρχη της  περιοχής, τον Βάμπιο
-Δεν θα πρεπε  Δράκο να σαι απ την άλλη μεριά του βουνού και να  συμμαζεύεις το βιός σας; Τον ρώτησε σχεδόν ειρωνικά ο Βάμπιος
-Και απ αυτή την  μεριά  του κάμπου που βρίσκομαι για τα   συμφέροντα μας απεργάζομαι
  Ο Βάμπιος κοίταξε τριγύρω του τον κάμπο πριν ξαναστραφεί στον Δράκο
-‘Έχεις  εσύ και ο αδερφός σου συμφέροντα στο δικό μου βιός; Θα μπορούσα να το πάρω σαν απειλή  αυτό
-Είσαι πολύ  λίγος Βάμπιε  για να με τρομάξεις, είπε ο  Δράκος και οι άντρες του τραβήξαν αμέσως τα σπαθιά τους. Το ίδιο έκαναν και οι άντρες του Βάμπιου όμως από μακριά  ακούστηκε  η  φωνή του Σπυρίδων που πλησίαζε  έφιππος
-Δράκο;  Σταμάτα.
Ο Βάμπιος κοίταξε τον Σπυρίδων που στάθηκε  δίπλα του
-Χαίρομαι που σε βλέπω  Σπυρίδων
-Να μας συγχωρέσεις Βάμπιε που μπήκαμε στην γη  σου  χωρίς να σε  ενημερώσουμε όμως  δεν  υπήρχε χρόνος μιας και ο αδελφός με δικές μου εντολές καταδίωκε μια ομάδα ταραξιών
-Ταραξίες πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν στην Γη μας. Συνάμα υπάρχουν  και κανονισμοί. Σύμφωνα με αυτούς ο Δράκος  έπρεπε να με ενημερώσει
-Έχεις  δίκιο  Βάμπιε . Σου υπόσχομαι πως όλα αυτά  ήταν απλώς μια ατυχής στιγμή
-Θα δεχτώ τη συγνώμη σας Σπυρίδων και θα απαιτήσω  να  φύγετε  για την ώρα απ την  γη μου
Ο Δράκος ήταν έτοιμος να σκάσει όμως  δεν μπορούσε να μην σεβαστεί την  προσπάθεια  του αδερφού του να  διατηρήσει τις ισορροπίες και τις καλές σχέσεις  ανάμεσα στους υπόλοιπους φεουδάρχες


Η Κλαούντια  μερικά μέτρα  παραπέρα καλυπτόμενη απ τα  ψηλά στάχυα  περνούσε και κατευθυνόταν  προς  τα βουνά


Ο Ηγέτης μετά βίας  ανέβηκε στην κορυφή  ενός απ τα λεγόμενα  Αντικριστά  Βουνά. Σύμφωνα με τον θρύλο από τότε που η Αγγελική ανέβηκε σε αυτά κανείς άνθρωπος δεν κατάφερε να τα πλησιάσει.
Κοίταξε την είσοδο μιας σπηλιάς.
Έκανε να πλησιάσει και δυο  απόκοσμα  ζώα που μοιάζαν  σαν διασταύρωση σκύλου με  τίγρη  με  ασπρόμαυρο  φουντωτό τρίχωμα  στάθηκαν απειλητικά στην είσοδο ουρλιάζοντας
Ο Ηγέτης σάστισε. Έμεινε  ακίνητος
Πίσω τους  ξεπρόβαλε  η γυναίκα  που είχε  ερωτευτεί παράφορα και είχε να την δει κοντά 40 χρόνια
Τον κοίταξε και του  χαμογέλασε 

Σχόλια